Ακουμπώ στα τούρκικα
Μετάφραση: ακουμπώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zayıf, yağsız, dayamak, dokunma, dokunmayın, öğesine dokunun, dokunmak, temas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακουμπώ
ακουμπώ συνώνυμα, ακουμπώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, ακουμπώ στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ακολουθώ στα τούρκικα - izlemek, çıkmak, takip, izleyin, uygulayın, takip edin, aşağıdaki
- ακονίζω στα τούρκικα - keskinleştirmek, netleştirmek, keskinleştirme, keskinleştir, bilemek
- ακουστική στα τούρκικα - akustik, akustiği, Acoustics, Aerodinamik Akustik, bir akustik
- ακουστικός στα τούρκικα - işitsel, işitme, kulak
Τυχαίες λέξεις
Ακουμπώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: zayıf, yağsız, dayamak, dokunma, dokunmayın, öğesine dokunun, dokunmak, temas
Μεταφράσεις: zayıf, yağsız, dayamak, dokunma, dokunmayın, öğesine dokunun, dokunmak, temas