Ακουμπώ στα ουγγρικά

Μετάφραση: ακουμπώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
girhes, üres, lefogyott, érintés, érint, érintse meg, érintse, érintse meg a
Ακουμπώ στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακουμπώ

ακουμπώ συνώνυμα, ακουμπώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ακουμπώ στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ακολουθώ στα ουγγρικά - következik, követ, kövesse, követni, követik
  • ακονίζω στα ουγγρικά - kihegyez, élesít, élesíteni, élesítés, élesítéséhez
  • ακουστική στα ουγγρικά - akusztika, hangtan, akusztikai, akusztikája, akusztikával, akusztikájú
  • ακουστικός στα ουγγρικά - halló, hallási, hallható, hallókészülék, füli, akusztikai, kiáramló, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακουμπώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: girhes, üres, lefogyott, érintés, érint, érintse meg, érintse, érintse meg a