Ακουμπώ στα ρουμανικά

Μετάφραση: ακουμπώ, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
slab, atinge, atingere, atingeți, apăsați, atingă
Ακουμπώ στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακουμπώ

ακουμπώ συνώνυμα, ακουμπώ λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ακουμπώ στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • ακολουθώ στα ρουμανικά - urmări, urma, urmați, urmeze, urmează
  • ακονίζω στα ρουμανικά - ascuți, accentua, ascuti, intensifica, sharpen
  • ακουστική στα ρουμανικά - acustică, acustica, acusticii, o acustică, acustice
  • ακουστικός στα ρουμανικά - sunet, auditiv, acustic, auditoriu, auditive, auditivă, auz
Τυχαίες λέξεις
Ακουμπώ στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: slab, atinge, atingere, atingeți, apăsați, atingă