Ακουμπώ στα κροατικά

Μετάφραση: ακουμπώ, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
naslanjanje, mršav, slab, osloniti, dodir, dirati, dotaknuti, dodirnuti, dodirujte
Ακουμπώ στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακουμπώ

ακουμπώ συνώνυμα, ακουμπώ λεξικό γλώσσας κροατικά, ακουμπώ στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • ακολουθώ στα κροατικά - slijediti, slijedite, razumjeti, pratiti, slijede, pratite
  • ακονίζω στα κροατικά - oštriti, zašiljiti, naoštriti, izoštriti, izoštri, postizanje oštrijeg, povećanju oštrine
  • ακουστική στα κροατικά - akustika, akustike, akustiku, Acoustics, akustici
  • ακουστικός στα κροατικά - žir, zvukovni, auditorij, gledalište, slušateljstvo, čujni, zvučni, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακουμπώ στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: naslanjanje, mršav, slab, osloniti, dodir, dirati, dotaknuti, dodirnuti, dodirujte