Αμφίβολος στα γερμανικά
Μετάφραση: αμφίβολος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zweifelhaft, zweifelhaftes, veränderlich, fraglich, unsicher, iffy, zweifelhafte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφίβολος
αμφίβολος ορυκτό, αμφίβολος συνώνυμο, αμφίβολος λεξικό γλώσσας γερμανικά, αμφίβολος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αμφίβιο στα γερμανικά - lurch, Amphibie, amphibisch, Amphibien
- αμφίβιος στα γερμανικά - amphibisch, amphibischen, Amphibien, amphibische, amphibisches
- αμφίεση στα γερμανικά - tracht, erscheinung, gestalt, gewand, Kleider, Bekleidung, Kleid, ...
- αμφιβάλλω στα γερμανικά - zweifeln, zweifel, anzweifeln, ungewissheit, bezweifeln, Zweifel, zweifellos, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμφίβολος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: zweifelhaft, zweifelhaftes, veränderlich, fraglich, unsicher, iffy, zweifelhafte
Μεταφράσεις: zweifelhaft, zweifelhaftes, veränderlich, fraglich, unsicher, iffy, zweifelhafte