Αμφίβολος στα πολωνικά
Μετάφραση: αμφίβολος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wątpliwy, niepewny, niepewna, niepewni, wątpliwe
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφίβολος
αμφίβολος ορυκτό, αμφίβολος συνώνυμο, αμφίβολος λεξικό γλώσσας πολωνικά, αμφίβολος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αμφίβιο στα πολωνικά - amfibia, płaz, ziemnowodny, płazów, płaza, płazy
- αμφίβιος στα πολωνικά - ziemnowodny, amfibia, desantowe, amfibii, amfibie
- αμφίεση στα πολωνικά - ozdoba, ubrać, ustrajać, stroić, ubiór, ubierać, przebranie, ...
- αμφιβάλλω στα πολωνικά - wątpić, zwątpić, zwątpienie, powątpiewać, niepewność, powątpiewanie, wątpliwość, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμφίβολος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wątpliwy, niepewny, niepewna, niepewni, wątpliwe
Μεταφράσεις: wątpliwy, niepewny, niepewna, niepewni, wątpliwe