Αμφίβολος στα ολλανδικά

Μετάφραση: αμφίβολος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dubieus, onbepaald, discutabel, twijfelachtig, onzeker, iffy
Αμφίβολος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφίβολος

αμφίβολος ορυκτό, αμφίβολος συνώνυμο, αμφίβολος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμφίβολος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αμφίβιο στα ολλανδικά - amfibie, amfibieën, amfibische
  • αμφίβιος στα ολλανδικά - amfibisch, amfibische, amfibie, amfibievoertuig, amfibievoertuigen
  • αμφίεση στα ολλανδικά - kleding, Apparel, de kleding, kleding van, kledinggedeelte
  • αμφιβάλλω στα ολλανδικά - dubben, twijfel, twijfelen, betwijfelen, ongetwijfeld, twijfel over, overduidelijk, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμφίβολος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dubieus, onbepaald, discutabel, twijfelachtig, onzeker, iffy