Αμφίβολος στα εσθονικά
Μετάφραση: αμφίβολος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaheldav, kõhklev, Ebakindel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφίβολος
αμφίβολος ορυκτό, αμφίβολος συνώνυμο, αμφίβολος λεξικό γλώσσας εσθονικά, αμφίβολος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αμφίβιο στα εσθονικά - amfiiblennuk, kahepaikne, kahepaiksete, amfiiblennuki, kahepaikse, kahepaikse-
- αμφίβιος στα εσθονικά - kahetähenduslik, kahevalentne, amfiib-, amfiib, amfibioajoneuvot, amfiibsed, meredessandi
- αμφίεση στα εσθονικά - maskeering, rõivad, riietus, apparel, rõivaste, textile
- αμφιβάλλω στα εσθονικά - kahtlus, kahtlema, kahtlust, igasuguse kahtluseta, kahtluseta
Τυχαίες λέξεις
Αμφίβολος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kaheldav, kõhklev, Ebakindel
Μεταφράσεις: kaheldav, kõhklev, Ebakindel