Αμφίβολος στα δανικά
Μετάφραση: αμφίβολος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
iffy, usikker
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφίβολος
αμφίβολος ορυκτό, αμφίβολος συνώνυμο, αμφίβολος λεξικό γλώσσας δανικά, αμφίβολος στα δανικά
Μεταφράσεις
- αμφίβιο στα δανικά - padde, amfibieflyvemaskine, amfibiedyr, amfibiefly, padder
- αμφίβιος στα δανικά - amfibiekøretøjer, amfibie, amfibiske, amfibisk, amfibietransportfartøj
- αμφίεση στα δανικά - tøj, Apparel, beklædning, beklædningsgenstande, beklædningsartikler
- αμφιβάλλω στα δανικά - tvivle, tvivl, tvivl om, i tvivl
Τυχαίες λέξεις
Αμφίβολος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: iffy, usikker
Μεταφράσεις: iffy, usikker