Αμφίβολος στα τούρκικα

Μετάφραση: αμφίβολος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şüpheli, iffy
Αμφίβολος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφίβολος

αμφίβολος ορυκτό, αμφίβολος συνώνυμο, αμφίβολος λεξικό γλώσσας τούρκικα, αμφίβολος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αμφίβιο στα τούρκικα - amfibi, amfibiyen, amfibik, bir amfibiyen
  • αμφίβιος στα τούρκικα - amfibi, amphibious, amfibik, Çıkarma, karada ve denizde yaşayan
  • αμφίεση στα τούρκικα - kıyafet, giyim, konfeksiyon, hazır giyim, giyimi
  • αμφιβάλλω στα τούρκικα - kuşkulanmak, şüphe, şüphesiz, kuşkusuz, kuşku, bir şüphe
Τυχαίες λέξεις
Αμφίβολος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: şüpheli, iffy