Ανακαινίζω στα γερμανικά
Μετάφραση: ανακαινίζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
renovieren, rw ort, orwort, inlEitung, o rw ort, orw ort
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακαινίζω
ανακαινίζω στα αγγλικα, ανακαινίζω συνώνυμο, χτίζω ανακαινίζω, ανακαινίζω το σπίτι μου, ανακαινίζω το μπάνιο, ανακαινίζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, ανακαινίζω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ανακάλυψη στα γερμανικά - entdeckung, fund, feststellung, Entdeckung, Entdeckungs, Discovery, Erkennung
- ανακαίνιση στα γερμανικά - aufarbeitung, renovierung, Renovierung, Sanierung, Erneuerung, Renovation, Umbau
- ανακαλύπτω στα γερμανικά - einzelschritt-fehlersuche, malen, verfolgung, zeichnen, entdecken, enthüllen, spur, ...
- ανακαλώ στα γερμανικά - stornieren, widerruf, streichen, aufhebung, Rückruf, erinnern, Recall
Τυχαίες λέξεις
Ανακαινίζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: renovieren, rw ort, orwort, inlEitung, o rw ort, orw ort
Μεταφράσεις: renovieren, rw ort, orwort, inlEitung, o rw ort, orw ort