Ανακαινίζω στα δανικά

Μετάφραση: ανακαινίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
orord, ro rd
Ανακαινίζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακαινίζω

ανακαινίζω στα αγγλικα, ανακαινίζω συνώνυμο, χτίζω ανακαινίζω, ανακαινίζω το σπίτι μου, ανακαινίζω το μπάνιο, ανακαινίζω λεξικό γλώσσας δανικά, ανακαινίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανακάλυψη στα δανικά - opdagelse, opdagelsen, fundet, discovery
  • ανακαίνιση στα δανικά - renovering, til renovering, renovering i, renovation, renoveringen
  • ανακαλύπτω στα δανικά - opdage, oplev, opleve, finde, opdager
  • ανακαλώ στα δανικά - tilbagekaldelse, husker, tilbagekaldelsen, huske, tilbagekaldelse af
Τυχαίες λέξεις
Ανακαινίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: orord, ro rd