Ανακαινίζω στα εσθονικά

Μετάφραση: ανακαινίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
poleerima, värskendama, uuendama, renoveerima, Uued jnk pind
Ανακαινίζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακαινίζω

ανακαινίζω στα αγγλικα, ανακαινίζω συνώνυμο, χτίζω ανακαινίζω, ανακαινίζω το σπίτι μου, ανακαινίζω το μπάνιο, ανακαινίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανακαινίζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ανακάλυψη στα εσθονικά - avastus, avastamist, avastamine, avastuse, avastamisest
  • ανακαίνιση στα εσθονικά - renoveerimine, ennistamine, renoveerimise, renoveerimist, renoveerimiseks, remont
  • ανακαλύπτω στα εσθονικά - avastama, rada, treng, leidma, järg, avastada, avastada seda, ...
  • ανακαλώ στα εσθονικά - annulleerima, tagasivõtmine, tühistama, tagasikutsumine, tagasikutsumise, turult tagasivõtmise, tagasikutsumist
Τυχαίες λέξεις
Ανακαινίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: poleerima, värskendama, uuendama, renoveerima, Uued jnk pind