Αποδοτικότητα στα γερμανικά
Μετάφραση: αποδοτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leistungsfähigkeit, effizienz, Leistungsfähigkeit, Wirksamkeit, Effizienz, Wirkungsgrad
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδοτικότητα
αποδοτικότητα ορισμός, αποδοτικότητα στην εργασία, αποδοτικότητα συνώνυμο, αποδοτικότητα νοσοκομείων, αποδοτικότητα ενεργητικού, αποδοτικότητα λεξικό γλώσσας γερμανικά, αποδοτικότητα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αποδοκιμασία στα γερμανικά - ungunst, Missbilligung, Ablehnung, Missfallen
- αποδοτικός στα γερμανικά - wirkungsvoll, leistungsfähig, vergeltend, effizient, belohnend, wirtschaftlich, effiziente, ...
- αποδοχές στα γερμανικά - einkünfte, einkommen, verdienst, lohn, gewinn, gehalt, belohnung, ...
- αποδοχή στα γερμανικά - akzeptierung, glaube, annahme, duldung, anerkennung, akzeptanz, freigabe, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποδοτικότητα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: leistungsfähigkeit, effizienz, Leistungsfähigkeit, Wirksamkeit, Effizienz, Wirkungsgrad
Μεταφράσεις: leistungsfähigkeit, effizienz, Leistungsfähigkeit, Wirksamkeit, Effizienz, Wirkungsgrad