Αποδοτικότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: αποδοτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rendement, doeltreffendheid, efficiëntie, efficiency
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδοτικότητα
αποδοτικότητα ορισμός, αποδοτικότητα στην εργασία, αποδοτικότητα συνώνυμο, αποδοτικότητα νοσοκομείων, αποδοτικότητα ενεργητικού, αποδοτικότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποδοτικότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αποδοκιμασία στα ολλανδικά - verwerping, wraking, afkeuring, Disapproval, was Disapproval, waren Disapproval, de afkeuring
- αποδοτικός στα ολλανδικά - werkend, doelmatig, doeltreffend, efficiënte, efficiënt, efficiënter, doeltreffende
- αποδοχές στα ολλανδικά - verdienste, gewin, belang, voordeel, traktement, salaris, loon, ...
- αποδοχή στα ολλανδικά - ontvangst, aanvaarding, opname, aanneming, geloof, toelating, onthaal, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποδοτικότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rendement, doeltreffendheid, efficiëntie, efficiency
Μεταφράσεις: rendement, doeltreffendheid, efficiëntie, efficiency