Αποδοτικότητα στα τούρκικα

Μετάφραση: αποδοτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
etkinlik, verim, verimliliği, verimlilik, verimli
Αποδοτικότητα στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδοτικότητα

αποδοτικότητα ορισμός, αποδοτικότητα στην εργασία, αποδοτικότητα συνώνυμο, αποδοτικότητα νοσοκομείων, αποδοτικότητα ενεργητικού, αποδοτικότητα λεξικό γλώσσας τούρκικα, αποδοτικότητα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αποδοκιμασία στα τούρκικα - onaylamama, itiraz, onaylanmama, disapproval, onaylanmaması
  • αποδοτικός στα τούρκικα - etkili, verimli, etkin, verimli bir, etkin bir
  • αποδοχές στα τούρκικα - aylık, ücret, maaş, kazanç, kâr, kazançlar, kazançları, ...
  • αποδοχή στα τούρκικα - kabul, kabulü, kabul edilmesi, kabul etme
Τυχαίες λέξεις
Αποδοτικότητα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: etkinlik, verim, verimliliği, verimlilik, verimli