Γεροντικός στα γερμανικά
Μετάφραση: γεροντικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
greisenhaft, senil, senile, senilen, seniler, der senilen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεροντικός
γεροντικός καταρράκτης, γεροντικόσ μαρασμόσ, γεροντικόσ κνησμόσ, γεροντικός τρόμος, γεροντικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, γεροντικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- γερανός στα γερμανικά - kran, kranich, Kran, Krans, crane
- γεροδεμένος στα γερμανικά - Umreifung, Umreifen, Binde, Umreifungsmaschine, Umreifungsband
- γερουσία στα γερμανικά - senat, Senat, Senats
- γερουσιαστής στα γερμανικά - senator, Senator, Senators, Senatorin
Τυχαίες λέξεις
Γεροντικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: greisenhaft, senil, senile, senilen, seniler, der senilen
Μεταφράσεις: greisenhaft, senil, senile, senilen, seniler, der senilen