Γεροντικός στα ισλανδικά

Μετάφραση: γεροντικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
senile, öldrunarvitglöp, elliglöp, vegna elliglapa, elliglapa
Γεροντικός στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεροντικός

γεροντικός καταρράκτης, γεροντικόσ μαρασμόσ, γεροντικόσ κνησμόσ, γεροντικός τρόμος, γεροντικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, γεροντικός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • γερανός στα ισλανδικά - krani, krana, Crane, kraninn, krani með
  • γεροδεμένος στα ισλανδικά - gjörvulegur, Strapping
  • γερουσία στα ισλανδικά - Senate, Háskólaráð, Öldungadeild, öldungadeildar, Öldungadeildin
  • γερουσιαστής στα ισλανδικά - Senator, öldungaráðsmaður, þingmaður, senator Trjásvarri, öldungadeildarþingmaður
Τυχαίες λέξεις
Γεροντικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: senile, öldrunarvitglöp, elliglöp, vegna elliglapa, elliglapa