Γεροντικός στα εσθονικά
Μετάφραση: γεροντικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seniilne, seniilse, senile, seniilset, preseniilne
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεροντικός
γεροντικός καταρράκτης, γεροντικόσ μαρασμόσ, γεροντικόσ κνησμόσ, γεροντικός τρόμος, γεροντικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, γεροντικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- γερανός στα εσθονικά - kraana, sookurg, crane, kraanade, kraanaga, kraanad
- γεροδεμένος στα εσθονικά - kopsakas, priske, rihmade, turske, rihmade juures
- γερουσία στα εσθονικά - senat, riiginõukogu, Senati, senatis, Senate, senatisse
- γερουσιαστής στα εσθονικά - senaator, Senator, senaatori, senatori, senaatorit
Τυχαίες λέξεις
Γεροντικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: seniilne, seniilse, senile, seniilset, preseniilne
Μεταφράσεις: seniilne, seniilse, senile, seniilset, preseniilne