Γεροντικός στα τούρκικα

Μετάφραση: γεροντικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bunak, senil, yaşlılık, senile, yaşlılığa bağlı
Γεροντικός στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεροντικός

γεροντικός καταρράκτης, γεροντικόσ μαρασμόσ, γεροντικόσ κνησμόσ, γεροντικός τρόμος, γεροντικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, γεροντικός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • γερανός στα τούρκικα - vinç, Crane, vinci, vinçli
  • γεροδεμένος στα τούρκικα - iriyarı, dalyan gibi, çemberleme, bant, kayışlar, iri yarı ve dinç
  • γερουσία στα τούρκικα - senato, senatosu, senatonun
  • γερουσιαστής στα τούρκικα - senatör, Senator, senatörü, senatörün, bir senatör
Τυχαίες λέξεις
Γεροντικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: bunak, senil, yaşlılık, senile, yaşlılığa bağlı