Γεροντικός στα ρωσικά

Μετάφραση: γεροντικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дряхлый, старческий, стариковский, старческого, старческое, старческая, старческой
Γεροντικός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεροντικός

γεροντικός καταρράκτης, γεροντικόσ μαρασμόσ, γεροντικόσ κνησμόσ, γεροντικός τρόμος, γεροντικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, γεροντικός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • γερανός στα ρωσικά - кран, тянуться, журавль, сифон, крана, кран в, кранов
  • γεροδεμένος στα ρωσικά - плотный, крепкий, дородный, рослый, обвязки, стреппинг, обвязочная, ...
  • γερουσία στα ρωσικά - сенат, совет, Сената, Сенате, сенатом, в Сенате
  • γερουσιαστής στα ρωσικά - сенатор, сенат, сенатором, сенатора, Senator
Τυχαίες λέξεις
Γεροντικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: дряхлый, старческий, стариковский, старческого, старческое, старческая, старческой