Γεροντικός στα δανικά
Μετάφραση: γεροντικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
senil, senile, af senil, præsenil
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεροντικός
γεροντικός καταρράκτης, γεροντικόσ μαρασμόσ, γεροντικόσ κνησμόσ, γεροντικός τρόμος, γεροντικός λεξικό γλώσσας δανικά, γεροντικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- γερανός στα δανικά - kran, kranen, kraner, crane, kranens
- γεροδεμένος στα δανικά - bånd, omsnøring, omsnøringsbånd, rem
- γερουσία στα δανικά - senat, senatet, Senatets, Senate, senats
- γερουσιαστής στα δανικά - senator, senatoren, senatet, senatorens
Τυχαίες λέξεις
Γεροντικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: senil, senile, af senil, præsenil
Μεταφράσεις: senil, senile, af senil, præsenil