Γεροντικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: γεροντικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
старечий
Γεροντικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεροντικός

γεροντικός καταρράκτης, γεροντικόσ μαρασμόσ, γεροντικόσ κνησμόσ, γεροντικός τρόμος, γεροντικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γεροντικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • γερανός στα ουκρανικά - кран, тягнутися, тягтися, журавель
  • γεροδεμένος στα ουκρανικά - цупкий, щільний, огрядний, рослий, високий, високий на зріст, великого зросту, ...
  • γερουσία στα ουκρανικά - пораду, раду, порада, рада, сенат, сенату
  • γερουσιαστής στα ουκρανικά - сенатор
Τυχαίες λέξεις
Γεροντικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: старечий