Γεροντικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: γεροντικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
seniel, seniele, senile, kinds, van seniele
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεροντικός
γεροντικός καταρράκτης, γεροντικόσ μαρασμόσ, γεροντικόσ κνησμόσ, γεροντικός τρόμος, γεροντικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γεροντικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γερανός στα ολλανδικά - kraanvogel, hijskraan, kraan, crane, kranen
- γεροδεμένος στα ολλανδικά - strapping, omsnoering, omsnoeringsband, vastbinden, band
- γερουσία στα ολλανδικά - senaat, de Senaat, senaatsverkiezing van, de senaatsverkiezing van, Senate
- γερουσιαστής στα ολλανδικά - senator, Senator is, Senator van
Τυχαίες λέξεις
Γεροντικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: seniel, seniele, senile, kinds, van seniele
Μεταφράσεις: seniel, seniele, senile, kinds, van seniele