Δανείζομαι στα γερμανικά

Μετάφραση: δανείζομαι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leihen, ausleihen, borgen, zu leihen
Δανείζομαι στα γερμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δανείζομαι

δανείζομαι συνωνυμα, δανείζομαι μεταφραση, δανείζομαι στα αγγλικα, δανείζομαι λεξικό γλώσσας γερμανικά, δανείζομαι στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • δακτύλιος στα γερμανικά - kranz, Ring, Rings
  • δαμάσκηνο στα γερμανικά - pflaume, pflaumenbaum, zwetschge, zwetschke, Pflaumen, plum, Pflaume
  • δανείζω στα γερμανικά - borgen, leihen, verleihen, geben, eignen, zu verleihen
  • δανειζόμενος στα γερμανικά - entleiher, benützer, benutzer, Kreditnehmer, Kreditnehmers, Darlehensnehmer, Schuldner
Τυχαίες λέξεις
Δανείζομαι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: leihen, ausleihen, borgen, zu leihen