Δανείζομαι στα νορβηγικά
Μετάφραση: δανείζομαι, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
låne, å låne, låner, lån, få låne
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δανείζομαι
δανείζομαι συνωνυμα, δανείζομαι μεταφραση, δανείζομαι στα αγγλικα, δανείζομαι λεξικό γλώσσας νορβηγικά, δανείζομαι στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- δακτύλιος στα νορβηγικά - ring, ringen, kokeplater
- δαμάσκηνο στα νορβηγικά - plomme, plum, plommer
- δανείζω στα νορβηγικά - låne ut, låne, egner, låner, å låne
- δανειζόμενος στα νορβηγικά - låntaker, låner, som låner, låntakeren
Τυχαίες λέξεις
Δανείζομαι στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: låne, å låne, låner, lån, få låne
Μεταφράσεις: låne, å låne, låner, lån, få låne