Δανείζομαι στα ουκρανικά
Μετάφραση: δανείζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
займати, позичити, позичати, запозичати, позичте, брати, купувати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δανείζομαι
δανείζομαι συνωνυμα, δανείζομαι μεταφραση, δανείζομαι στα αγγλικα, δανείζομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δανείζομαι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δακτύλιος στα ουκρανικά - кільце, перстень, кольцо, каблучку, обручку
- δαμάσκηνο στα ουκρανικά - пробки, слива, зливу, зливання
- δανείζω στα ουκρανικά - лемур, давати, надавати, даватиме, даватимуть
- δανειζόμενος στα ουκρανικά - боржник, позичальник
Τυχαίες λέξεις
Δανείζομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: займати, позичити, позичати, запозичати, позичте, брати, купувати
Μεταφράσεις: займати, позичити, позичати, запозичати, позичте, брати, купувати