Επιληψία στα γερμανικά
Μετάφραση: επιληψία, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
epilepsie, Epilepsie, von Epilepsie, der Epilepsie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιληψία
επιληψία θεραπεία, επιληψία αντιμετώπιση, επιληψία και οδήγηση, επιληψία σε παιδιά, επιληψία συμπτώματα, επιληψία λεξικό γλώσσας γερμανικά, επιληψία στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- επιλεκτικός στα γερμανικά - trennscharf, selektiv, selektive, selektiven, selektiver, selektives
- επιληπτικός στα γερμανικά - epileptiker, Epileptiker, epileptisch, epileptischen, epileptische, epileptischer
- επιλογή στα γερμανικά - option, wahlmöglichkeit, auswahl, auszug, auslese, sortiment, möglichkeit, ...
- επιμέλεια στα γερμανικά - eifer, fleiß, postkutsche, Sorgerecht, Haft, Verwahrung, Gewahrsam, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιληψία στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: epilepsie, Epilepsie, von Epilepsie, der Epilepsie
Μεταφράσεις: epilepsie, Epilepsie, von Epilepsie, der Epilepsie