Επιληψία στα ολλανδικά
Μετάφραση: επιληψία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
epilepsie, toevallen, van epilepsie, epilepsie te, vallende ziekte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιληψία
επιληψία θεραπεία, επιληψία αντιμετώπιση, επιληψία και οδήγηση, επιληψία σε παιδιά, επιληψία συμπτώματα, επιληψία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιληψία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επιλεκτικός στα ολλανδικά - selectief, selectieve
- επιληπτικός στα ολλανδικά - epileptisch, epilepticus, epileptische, epilepsie, epileptica
- επιλογή στα ολλανδικά - alternatief, keur, passage, keus, optie, keuze, verkiezing, ...
- επιμέλεια στα ολλανδικά - vlijt, hechtenis, bewaring, voogdij, custody, het gezag
Τυχαίες λέξεις
Επιληψία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: epilepsie, toevallen, van epilepsie, epilepsie te, vallende ziekte
Μεταφράσεις: epilepsie, toevallen, van epilepsie, epilepsie te, vallende ziekte