Επιληψία στα ρωσικά

Μετάφραση: επιληψία, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эпилепсия, эпилепсии, эпилепсией, эпилепсию
Επιληψία στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιληψία

επιληψία θεραπεία, επιληψία αντιμετώπιση, επιληψία και οδήγηση, επιληψία σε παιδιά, επιληψία συμπτώματα, επιληψία λεξικό γλώσσας ρωσικά, επιληψία στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • επιλεκτικός στα ρωσικά - выбирающий, селекционный, отбирающий, селективный, отборный, избирательный, выборочный, ...
  • επιληπτικός στα ρωσικά - эпилепсия, эпилептический, эпилептик, эпилептические, эпилептического, эпилептиком
  • επιλογή στα ρωσικά - опцион, альтернатива, селекция, подбор, подборка, выделение, отрывок, ...
  • επιμέλεια στα ρωσικά - трудолюбие, тщание, старание, дилижанс, рачительность, усердие, прилежание, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιληψία στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: эпилепсия, эпилепсии, эпилепсией, эпилепсию