Επιληψία στα ιταλικά
Μετάφραση: επιληψία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
epilessia, l'epilessia, dell'epilessia, di epilessia, all'epilessia
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιληψία
επιληψία θεραπεία, επιληψία αντιμετώπιση, επιληψία και οδήγηση, επιληψία σε παιδιά, επιληψία συμπτώματα, επιληψία λεξικό γλώσσας ιταλικά, επιληψία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- επιλεκτικός στα ιταλικά - selettivo, selettiva, selettivi, selettive, selective
- επιληπτικός στα ιταλικά - epilettico, epilettica, epilettici, epilessia, epilettiche
- επιλογή στα ιταλικά - alternativa, opzione, assortimento, selezione, elezione, scelta, possibilità, ...
- επιμέλεια στα ιταλικά - diligenza, custodia, affidamento, la custodia, detenzione, di custodia
Τυχαίες λέξεις
Επιληψία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: epilessia, l'epilessia, dell'epilessia, di epilessia, all'epilessia
Μεταφράσεις: epilessia, l'epilessia, dell'epilessia, di epilessia, all'epilessia