Επιληψία στα τούρκικα
Μετάφραση: επιληψία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
epilepsi, sara, epilepsisi, epilepsinin
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιληψία
επιληψία θεραπεία, επιληψία αντιμετώπιση, επιληψία και οδήγηση, επιληψία σε παιδιά, επιληψία συμπτώματα, επιληψία λεξικό γλώσσας τούρκικα, επιληψία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- επιλεκτικός στα τούρκικα - seçici, selektif, seçici bir, seçmeli, seçimli
- επιληπτικός στα τούρκικα - epileptik, epilepsi, epilepsili, sara
- επιλογή στα τούρκικα - seçme, tercih, saylama, seçenek, seçeneği, bir seçenek, opsiyon
- επιμέλεια στα τούρκικα - gayret, çalışkanlık, gözaltı, saklama, velayet, velayeti, gözaltında
Τυχαίες λέξεις
Επιληψία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: epilepsi, sara, epilepsisi, epilepsinin
Μεταφράσεις: epilepsi, sara, epilepsisi, epilepsinin