Επιληψία στα δανικά

Μετάφραση: επιληψία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
epilepsi, af epilepsi
Επιληψία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιληψία

επιληψία θεραπεία, επιληψία αντιμετώπιση, επιληψία και οδήγηση, επιληψία σε παιδιά, επιληψία συμπτώματα, επιληψία λεξικό γλώσσας δανικά, επιληψία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επιλεκτικός στα δανικά - selektiv, selektive, selektivt, en selektiv
  • επιληπτικός στα δανικά - epileptiske, epileptisk, epilepsi, epileptiker, epileptiform
  • επιλογή στα δανικά - valg, option, mulighed, indstilling, mulighed for, løsning
  • επιμέλεια στα δανικά - varetægt, forældremyndighed, forvaring, forældremyndigheden, varetægtsfængslet
Τυχαίες λέξεις
Επιληψία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: epilepsi, af epilepsi