Ευρετήριο στα γερμανικά
Μετάφραση: ευρετήριο, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
inhalt, verzeichnis, zeiger, zeigefinger, indizierte, hinweis, index, tabelle, Index
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευρετήριο
ευρετήριο οτε, ευρετήριο τηλεφωνικού καταλόγου, ευρετήριο στο word, ευρετήριο δου, ευρετήριο αριθμών κινητών τηλεφώνων, ευρετήριο λεξικό γλώσσας γερμανικά, ευρετήριο στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ευπρόσιτος στα γερμανικά - erreichbar, zugänglich, leicht zugänglich, leicht erreichbar, leicht zu erreichen, leicht zugängliche, leicht zugänglichen
- ευρέως στα γερμανικά - weitgehend, weit, überall, allgemein, weithin, weit verbreitet
- ευρύς στα γερμανικά - breite, weit, unbestimmt, breit, enzyklopädisch, breiten, breites
- ευρύχωρος στα γερμανικά - geräumig, geräumigen, besonders, sind besonders, geräumige
Τυχαίες λέξεις
Ευρετήριο στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: inhalt, verzeichnis, zeiger, zeigefinger, indizierte, hinweis, index, tabelle, Index
Μεταφράσεις: inhalt, verzeichnis, zeiger, zeigefinger, indizierte, hinweis, index, tabelle, Index