Ευρετήριο στα ολλανδικά

Μετάφραση: ευρετήριο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inhoudsregister, indexeren, teken, aanduiding, index, indexcijfer, index voor
Ευρετήριο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευρετήριο

ευρετήριο οτε, ευρετήριο τηλεφωνικού καταλόγου, ευρετήριο στο word, ευρετήριο δου, ευρετήριο αριθμών κινητών τηλεφώνων, ευρετήριο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευρετήριο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευπρόσιτος στα ολλανδικά - genaakbaar, toegankelijk, bereikbaar, gemakkelijk bereikbaar, gemakkelijk toegankelijk, gemakkelijk toegankelijke, goed bereikbaar, ...
  • ευρέως στα ολλανδικά - wijd, breed, grote schaal, op grote schaal, algemeen
  • ευρύς στα ολλανδικά - breedvoerig, uitgebreid, ruim, uitgestrekt, royaal, veelomvattend, breed, ...
  • ευρύχωρος στα ολλανδικά - ruim, groot, royaal, breedvoerig, uitgestrekt, uitgebreid, ruime, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευρετήριο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inhoudsregister, indexeren, teken, aanduiding, index, indexcijfer, index voor