Ευρετήριο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ευρετήριο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
índice, recorte, índices, índice de, de índice, index, do índice
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευρετήριο
ευρετήριο οτε, ευρετήριο τηλεφωνικού καταλόγου, ευρετήριο στο word, ευρετήριο δου, ευρετήριο αριθμών κινητών τηλεφώνων, ευρετήριο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ευρετήριο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ευπρόσιτος στα πορτογαλικά - acessível, facilmente acessível, facilmente acessíveis, de fácil acesso, fácil acesso, facilmente acessível a
- ευρέως στα πορτογαλικά - largamente, amplamente, muito, extensamente, ampla
- ευρύς στα πορτογαλικά - largo, extenso, espaçoso, vasto, amplo, ampla, larga, ...
- ευρύχωρος στα πορτογαλικά - espaçoso, espaçosos, espaçosa, roomy, amplo
Τυχαίες λέξεις
Ευρετήριο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: índice, recorte, índices, índice de, de índice, index, do índice
Μεταφράσεις: índice, recorte, índices, índice de, de índice, index, do índice