Ευρετήριο στα ρωσικά
Μετάφραση: ευρετήριο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
экспонент, оглавление, указатель, перечень, индекс, показатель, стрелка, индекса, Index, форумов
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευρετήριο
ευρετήριο οτε, ευρετήριο τηλεφωνικού καταλόγου, ευρετήριο στο word, ευρετήριο δου, ευρετήριο αριθμών κινητών τηλεφώνων, ευρετήριο λεξικό γλώσσας ρωσικά, ευρετήριο στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- ευπρόσιτος στα ρωσικά - доступный, поддающийся, податливый, достижимый, легко доступны, легко добраться, легко доступна, ...
- ευρέως στα ρωσικά - широко, широкое, широкого
- ευρύς στα ρωσικά - ясный, расширительный, простой, свободный, хлеб, тупой, просторный, ...
- ευρύχωρος στα ρωσικά - обширный, многоместный, просторный, поместительный, малометражный, свободный, вместительный, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευρετήριο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: экспонент, оглавление, указатель, перечень, индекс, показатель, стрелка, индекса, Index, форумов
Μεταφράσεις: экспонент, оглавление, указатель, перечень, индекс, показатель, стрелка, индекса, Index, форумов