Οξυδέρκεια στα γερμανικά
Μετάφραση: οξυδέρκεια, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heftigkeit, sehschärfe, schärfe, Einsicht, Erkenntnis, Einblick, Einblicke, Erkenntnisse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξυδέρκεια
οξυδέρκεια ορισμός, οξυδέρκεια συνώνυμα, οξυδέρκεια λεξικο, οξυδέρκεια ετυμολογία, οξυδέρκεια σημασία, οξυδέρκεια λεξικό γλώσσας γερμανικά, οξυδέρκεια στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- οξυγονοκολλώ στα γερμανικά - schweißnaht, oxygonokollo
- οξυγόνωση στα γερμανικά - sauerstoffzufuhr, Oxygenierung, Sauerstoff, Sauerstoffversorgung, Sauerstoffanreicherung, Sauerstoffzufuhr
- οξυδερκής στα γερμανικά - scharf, schneidend, stechend, großartig, toll, doppelkreuz, scharfsinnig, ...
- οξύ στα γερμανικά - sauer, säure, Säure, sauren, saure
Τυχαίες λέξεις
Οξυδέρκεια στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: heftigkeit, sehschärfe, schärfe, Einsicht, Erkenntnis, Einblick, Einblicke, Erkenntnisse
Μεταφράσεις: heftigkeit, sehschärfe, schärfe, Einsicht, Erkenntnis, Einblick, Einblicke, Erkenntnisse