Οξυδέρκεια στα ουγγρικά
Μετάφραση: οξυδέρκεια, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hevesség, bepillantás, betekintést, bepillantást, belátás, rálátást
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξυδέρκεια
οξυδέρκεια ορισμός, οξυδέρκεια συνώνυμα, οξυδέρκεια λεξικο, οξυδέρκεια ετυμολογία, οξυδέρκεια σημασία, οξυδέρκεια λεξικό γλώσσας ουγγρικά, οξυδέρκεια στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- οξυγονοκολλώ στα ουγγρικά - hegesztés, oxygonokollo
- οξυγόνωση στα ουγγρικά - oxidálás, oxidáció, oxigénellátását, oxigénellátás, oxigenizáció, oxigenizációs, oxigenizációt
- οξυδερκής στα ουγγρικά - intenzív, akut, kínzó, figyelmes, érzékelő, perceptív, éles szemű, ...
- οξύ στα ουγγρικά - sav, savas, savval, savat
Τυχαίες λέξεις
Οξυδέρκεια στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: hevesség, bepillantás, betekintést, bepillantást, belátás, rálátást
Μεταφράσεις: hevesség, bepillantás, betekintést, bepillantást, belátás, rálátást