Οξυδέρκεια στα ολλανδικά

Μετάφραση: οξυδέρκεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
guurheid, schelheid, inzicht, inzicht te, inzichten, zicht
Οξυδέρκεια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξυδέρκεια

οξυδέρκεια ορισμός, οξυδέρκεια συνώνυμα, οξυδέρκεια λεξικο, οξυδέρκεια ετυμολογία, οξυδέρκεια σημασία, οξυδέρκεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οξυδέρκεια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οξυγονοκολλώ στα ολλανδικά - lassen, oxygonokollo
  • οξυγόνωση στα ολλανδικά - oxygenatie, zuurstofvoorziening, zuurstoftoevoer, zuurstof, de oxygenatie
  • οξυδερκής στα ολλανδικά - vernuftig, bijtend, pienter, snerpend, spits, voorbijgaand, doordringend, ...
  • οξύ στα ολλανδικά - hevig, zuur, scherp, doordringend, fel, schel, zuren, ...
Τυχαίες λέξεις
Οξυδέρκεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: guurheid, schelheid, inzicht, inzicht te, inzichten, zicht