Οξυδέρκεια στα ιταλικά

Μετάφραση: οξυδέρκεια, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acuità, acutezza, intuito, visione, intuizione, comprensione, conoscenza
Οξυδέρκεια στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξυδέρκεια

οξυδέρκεια ορισμός, οξυδέρκεια συνώνυμα, οξυδέρκεια λεξικο, οξυδέρκεια ετυμολογία, οξυδέρκεια σημασία, οξυδέρκεια λεξικό γλώσσας ιταλικά, οξυδέρκεια στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • οξυγονοκολλώ στα ιταλικά - saldare, oxygonokollo
  • οξυγόνωση στα ιταλικά - ossigenazione, l'ossigenazione, di ossigenazione, dell'ossigenazione, ossigenazione dei
  • οξυδερκής στα ιταλικά - acuminato, pungente, intensivo, perspicace, appuntito, aguzzo, stridulo, ...
  • οξύ στα ιταλικά - acido, acre, aspro, di acido, l'acido, acidi, dell'acido
Τυχαίες λέξεις
Οξυδέρκεια στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: acuità, acutezza, intuito, visione, intuizione, comprensione, conoscenza