Οξυδέρκεια στα εσθονικά
Μετάφραση: οξυδέρκεια, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teravus, nägemisteravus, terasus, taip, ülevaate, ülevaade, teavet, teadmisi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξυδέρκεια
οξυδέρκεια ορισμός, οξυδέρκεια συνώνυμα, οξυδέρκεια λεξικο, οξυδέρκεια ετυμολογία, οξυδέρκεια σημασία, οξυδέρκεια λεξικό γλώσσας εσθονικά, οξυδέρκεια στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- οξυγονοκολλώ στα εσθονικά - tervitama, oxygonokollo
- οξυγόνωση στα εσθονικά - oksügenatsiooni, hapnikuga varustamine, oksügenatsioon, oksügenisatsioon, oksügenisatsiooni
- οξυδερκής στα εσθονικά - täpselt, leinahala, akuutne, tundlik, lõikav, terav, selgepilguline, ...
- οξύ στα εσθονικά - lsd, kibe, hape, happe, happega, hapet, acid
Τυχαίες λέξεις
Οξυδέρκεια στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: teravus, nägemisteravus, terasus, taip, ülevaate, ülevaade, teavet, teadmisi
Μεταφράσεις: teravus, nägemisteravus, terasus, taip, ülevaate, ülevaade, teavet, teadmisi