Οξυδέρκεια στα δανικά
Μετάφραση: οξυδέρκεια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
indsigt, indblik, viden, indsigt i
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξυδέρκεια
οξυδέρκεια ορισμός, οξυδέρκεια συνώνυμα, οξυδέρκεια λεξικο, οξυδέρκεια ετυμολογία, οξυδέρκεια σημασία, οξυδέρκεια λεξικό γλώσσας δανικά, οξυδέρκεια στα δανικά
Μεταφράσεις
- οξυγονοκολλώ στα δανικά - oxygonokollo
- οξυγόνωση στα δανικά - iltning, iltningen, oxygenering, oxygenation, ilt
- οξυδερκής στα δανικά - skarp, dreven, indsigtsfulde, indsigtsfuld, opfattende, perceptive
- οξύ στα δανικά - sur, syre, acid, syren
Τυχαίες λέξεις
Οξυδέρκεια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: indsigt, indblik, viden, indsigt i
Μεταφράσεις: indsigt, indblik, viden, indsigt i