Οξυδέρκεια στα τούρκικα
Μετάφραση: οξυδέρκεια, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kavrama, Insight, içgörü, fikir, anlayış
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξυδέρκεια
οξυδέρκεια ορισμός, οξυδέρκεια συνώνυμα, οξυδέρκεια λεξικο, οξυδέρκεια ετυμολογία, οξυδέρκεια σημασία, οξυδέρκεια λεξικό γλώσσας τούρκικα, οξυδέρκεια στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- οξυγονοκολλώ στα τούρκικα - oxygonokollo
- οξυγόνωση στα τούρκικα - oksijenlenme, oksijenasyon, oksijenasyonu, oksijenizasyon, oksijenizasyonu
- οξυδερκής στα τούρκικα - keskin, sert, sivri, algısal, algı, duyuşsal, zeki, ...
- οξύ στα τούρκικα - asit, ekşi, asidi, asid, asidin
Τυχαίες λέξεις
Οξυδέρκεια στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kavrama, Insight, içgörü, fikir, anlayış
Μεταφράσεις: kavrama, Insight, içgörü, fikir, anlayış