Στάσιμος στα γερμανικά

Μετάφραση: στάσιμος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stockend, stillstehend, stationär, stationären, stationäre, ortsfesten, stationärer
Στάσιμος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στάσιμος

στάσιμος συνώνυμα, μένω στάσιμος, στάσιμος συνώνυμο, στάσιμος οικισμός, στάσιμος λεξικό γλώσσας γερμανικά, στάσιμος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • στάμνα στα γερμανικά - krug, klepper, werfer, Krug, Werfer, Pitcher, Kanne
  • στάση στα γερμανικά - lage, gesinnung, stellung, kurs, ertragen, unterbrechung, manieren, ...
  • στάχτη στα γερμανικά - esche, asche, Asche, Schlacke, Schlacken, cinders, Zunder
  • στέγαση στα γερμανικά - versorgung, wohnend, wohnbau, quartier, übereinkunft, anpassung, gehäuse, ...
Τυχαίες λέξεις
Στάσιμος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: stockend, stillstehend, stationär, stationären, stationäre, ortsfesten, stationärer