Στάσιμος στα φινλανδικά

Μετάφραση: στάσιμος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liikkumaton, kiinteä, paikallaan, kiinteät, paikoillaan
Στάσιμος στα φινλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στάσιμος

στάσιμος συνώνυμα, μένω στάσιμος, στάσιμος συνώνυμο, στάσιμος οικισμός, στάσιμος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, στάσιμος στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • στάμνα στα φινλανδικά - pötypuhe, kanki, kannu, syöttäjä, pitcher, syöttäjästä, ruukku
  • στάση στα φινλανδικά - kestäminen, käytös, laakeri, näkökulma, asenne, ryhti, ajatustapa, ...
  • στάχτη στα φινλανδικά - tuhka, saarni, tuhkaa, kipinät, tuhkan, kuonan
  • στέγαση στα φινλανδικά - asuminen, asunto, asuntotuotanto, majapaikka, huoneisto, mukautus, säiliö, ...
Τυχαίες λέξεις
Στάσιμος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: liikkumaton, kiinteä, paikallaan, kiinteät, paikoillaan