Στάσιμος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: στάσιμος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стацыянарны
Στάσιμος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στάσιμος

στάσιμος συνώνυμα, μένω στάσιμος, στάσιμος συνώνυμο, στάσιμος οικισμός, στάσιμος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, στάσιμος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • στάμνα στα λευκορωσικά - збан, збанок, гарлач
  • στάση στα λευκορωσικά - стаўленне, дачыненне, адносіны, стаўленьне, дачыненьне
  • στάχτη στα λευκορωσικά - попел
  • στέγαση στα λευκορωσικά - корпус
Τυχαίες λέξεις
Στάσιμος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: стацыянарны