Στάσιμος στα δανικά
Μετάφραση: στάσιμος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stationære, stationær, stationært, stille, holder stille
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στάσιμος
στάσιμος συνώνυμα, μένω στάσιμος, στάσιμος συνώνυμο, στάσιμος οικισμός, στάσιμος λεξικό γλώσσας δανικά, στάσιμος στα δανικά
Μεταφράσεις
- στάμνα στα δανικά - kande, pitcher, kanden, krukke, pitcheren
- στάση στα δανικά - holdning, indstilling, holdningen, holdninger
- στάχτη στα δανικά - ask, aske, slagger, slagge, aske ikke, slaggen
- στέγαση στα δανικά - lejlighed, samtykke, boliger, bolig, huset, hus, boligbyggeri
Τυχαίες λέξεις
Στάσιμος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stationære, stationær, stationært, stille, holder stille
Μεταφράσεις: stationære, stationær, stationært, stille, holder stille