Στάσιμος στα λιθουανικά
Μετάφραση: στάσιμος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stacionarinis, stacionarus, stacionarių, stacionarūs, nejuda
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στάσιμος
στάσιμος συνώνυμα, μένω στάσιμος, στάσιμος συνώνυμο, στάσιμος οικισμός, στάσιμος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στάσιμος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- στάμνα στα λιθουανικά - suodžiai, ąsotis, padavėjas, pitcher, ąsočio, Krūmo
- στάση στα λιθουανικά - požiūris, požiūrį, nuostata, požiūrio, pozicija
- στάχτη στα λιθουανικά - pelenai
- στέγαση στα λιθουανικά - korpusas, būsto, būstas, būstą, korpuso
Τυχαίες λέξεις
Στάσιμος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: stacionarinis, stacionarus, stacionarių, stacionarūs, nejuda
Μεταφράσεις: stacionarinis, stacionarus, stacionarių, stacionarūs, nejuda