Στάσιμος στα πολωνικά

Μετάφραση: στάσιμος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
martwy, stacjonarny, nieruchomy, stacjonarne, stacjonarna, stacjonarnych
Στάσιμος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στάσιμος

στάσιμος συνώνυμα, μένω στάσιμος, στάσιμος συνώνυμο, στάσιμος οικισμός, στάσιμος λεξικό γλώσσας πολωνικά, στάσιμος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • στάμνα στα πολωνικά - kamerton, grat, skorupa, dzban, ramol, garnek, dzbanek, ...
  • στάση στα πολωνικά - nastawienie, ponoszenie, peleng, zachowanie, cierpienie, nawis, postępowanie, ...
  • στάχτη στα πολωνικά - popiół, proch, arcydzięgiel, jesion, popioły, żużel, żużle, ...
  • στέγαση στα πολωνικά - budownictwo, kwaterowanie, umieszczenie, akomodacja, osłona, nocleg, przystosowanie, ...
Τυχαίες λέξεις
Στάσιμος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: martwy, stacjonarny, nieruchomy, stacjonarne, stacjonarna, stacjonarnych